Έτσι ονομάζεται το βιβλίο της Γαλλο-ρουμάνας Lola Lafon που «ψάχνει» την Ρουμανία του Τσαουσέσκου, βιογραφεί την αθλήτρια-φαινόμενο, περιγράφει το σιδηρούν παραπέτασμα στο χαμόγελό της και μας δίνει την ευκαιρία να ανακαλύψουμε τι κάνει σήμερα η Νάντια Κομανέτσι.
Τα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς του 1976 ήταν δύσκολα για την Κομανέτσι. Οι γονείς της πήραν διαζύγιο, την ίδια ώρα που η ρουμανική ομοσπονδία αθλητισμού θα τη χώριζε από τον πολυαγαπημένο της προπονητή Καρόλι, αναγκάζοντάς τη να δουλεύει πλέον με νέο δάσκαλο. Αναστατωμένη από τις βίαιες αλλαγές στη ζωή της, η έφηβη Νάντια καταπίνει χλωρίνη για να τραβήξει την προσοχή...
Απέλπιδα κίνηση που πετυχαίνει ωστόσο τον σκοπό της: το καθεστώς θα της επιτρέψει να προπονείται και πάλι με τον Καρόλι.
Η κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικότητάς της και το κλίμα φόβου όπου ζούσε, παρά τη ζηλευτή της φήμη, θα την έκαναν προοδευτικά να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο φυγής της. Έτσι και θα γίνει στα τέλη του 1989, με την 27χρονη πλέον Νάντια να βρίσκει τρόπο να εγκαταλείπει τη χώρα: γνωρίζει τον ρουμανικής καταγωγής Κονσταντίν Παναΐτ, που κατοικούσε στη Φλόριντα των ΗΠΑ και βοηθούσε Ρουμάνους να αυτομολήσουν στον Νέο Κόσμο. Αυτή και πέντε ακόμη πρόσφυγες θα περιπλανιόνταν στον τσουχτερό ρουμανικό χειμώνα μέχρι να φτάσουν στα σύνορα με την Ουγγαρία. Οι συνοριακοί φύλακες θα την αναγνώριζαν μεμιάς, θα της επέτρεπαν ωστόσο να συνεχίζει τη φυγή της, με την ομάδα να φτάνει τελικά στα σύνορα με την Αυστρία και να βρίσκει άσυλο στην Αμερικανική Πρεσβεία. Σύντομα θα επιβιβάζονταν σε αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη.
Οι δυο τους θα συνδεθούν ερωτικά λίγο αργότερα και θα συμμετέχουν σε γυμναστικές επιδείξεις σε όλη τη χώρα, με την Κομανέτσι να απασχολείται ταυτοχρόνως και στην αθλητική ακαδημία του δεσμού της.
Σήμερα, συνεχίζει να ταξιδεύει με τον σύζυγό της στην Αμερική και τον κόσμο, μεταφέροντας το μήνυμα του Ολυμπισμού και των ιδεωδών του αθλητισμού, την ώρα που προωθεί προϊόντα αθλητισμού και συσκευές γυμναστικής. Λειτουργεί ταυτόχρονα και ως «πρεσβευτής» των σχέσεων Ρουμανίας-Αμερικής, με τη γενέτειρά της να την έχει τιμήσει δεόντως μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. «Καμία στιγμή δεν σκέφτηκα να επικοινωνήσω με την Κομανέντσι. Αυτό το μυθιστόρημα είναι ένα ονειρικό αφήγημα και όχι η βιογραφία της. Σταμάτησα στο 1990 γιατί μετά έρχεται η πραγματικότητα, η πραγματική ζωή και ιστορία, η οποία της ανήκει.Εγώ προσπαθώ να διηγηθώ το τέλος μιας εποχής και το τέλος μιας καριέρας που βρίσκει μπροστά της, έναν τοίχο και καταρρέει» δηλώνει η συγγραφέας.