Ο Τζον Άνταμ Μπελούσι (αγγλικά: John Adam Belushi, 24 Ιανουαρίου, 1949 – 5 Μαρτίου, 1982) ήταν ένας Αμερικανός κωμικός, ηθοποιός και μουσικός. Βραβευμένος με Έμμυ για την δουλειά του στην τηλεοπτική εκπομπή «Saturday Night Live», ένα μουσικό-κωμικό βαριετέ του ΝΒC, ο Μπελούσι ήταν επίσης γνωστός για τη συμμετοχή του στις ταινίες «Ένα Τρελό Τρελό Θηριοτροφείο» και «Οι Ατσίδες Με Τα Μπλε» ("The Blues Brothers").
Ο Μπελούσι συχνά υποδυόταν κωμικά έντονους, εκρηκτικούς, ενοχλητικούς και τσαπατσούληδες χαρακτήρες, ενώ ήταν γνωστός για τα εκφραστικά του μάτια και την έκφραση με το ανασηκωμένο φρύδι, την οποία έπαιρνε σε πολλές ταινίες για να προκαλέσει γέλιο.
Ο Μπελούσι γεννήθηκε στο Σικάγο, της πολιτείας Ιλινόις. Ήταν γιος της Άγκνες Μπελούσι (πατρικό Σάμαρας), ταμία στο επάγγελμα και Αμερικανο-αλβανίδα πρώτης γενιάς, και του Άνταμ Μπελούσι, ενός Αλβανού μετανάστη και ιδιοκτήτη εστιατορίου. Ο τελευταίος άφησε το χωριό Qytezë, όπου και γεννήθηκε, το 1934 σε ηλικία 15 ετών. Ο Μπελούσι μεγάλωσε στους κόλπους της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο Γούιτον, έξω από το Σικάγο. Ήταν μέλος της ομάδας ράγκμπι του σχολείου του, ενώ αργότερα φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Γουαιτγουότερ και στο Κολέγιο του Ντουπέιτζ κοντά στο Σικάγο. Ο μικρότερος αδερφός του Τζον, Τζέημς Μπελούσι, είναι επίσης ηθοποιός και κωμικός. Ο Τζον γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του, Τζούντι, στο λύκειο και παρέμειναν μαζί μέχρι το θάνατό του.
Πρώτος σταθμός της καριέρας του ηθοποιού ήταν η συμμετοχή του στη θεατρική ομάδα «The Second City» στο Σικάγο. Χάρις στην επιτυχημένη μίμηση του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο εμφανίζεται στη σκηνή ο μουσικός Τζο Κόκερ, τον προσέλαβαν στο «National Lampoon's Lemmings», μια παρωδία του Γούντστοκ, που ανέβηκε εκτός Μπρόντγουεϊ το 1972. Στο τελευταίο συμμετείχαν και οι μελλοντικοί κωμικοί του «Saturday Night Live» Τσέβυ Τσέης και Κρίστοφερ Γκεστ.
Από το 1973 μέχρι το 1975, η National Lampoon Inc. έβγαλε στον αέρα την «The National Lampoon Radio Hour», ένα ημίωρο κωμικό πρόγραμμα που μετέδιδαν σε όλη τη χώρα περίπου 600 σταθμοί. Όταν ο αρχικός επικεφαλής της προσπάθειας Μάικλ Ο’ Ντόνογκ παραιτήθηκε το 1974, ο Μπελούσι πήρε τα ηνία μέχρι το τέλος του σόου. Άλλοι συμμετέχοντες ήταν οι Γκίλντα Ράντνερ, Μπιλ Μάρρεϋ, Μπράιαν Ντόυλ – Μάρρεϋ και Τσέβυ Τσέης. Ο Μπελούσι νυμφεύθηκε την Τζούντιθ Ζακλίν Πιάνο, μια από τους παραγωγούς του The Radio Hour. Μια σειρά από κωμικά σκετς που πρωτοπαρουσιάστηκαν στη ραδιοφωνική εκπομπή μεταφέρθηκαν αργότερα στην τηλεόραση στα πλαίσια του «Saturday Night Live».
Ο Μπελούσι κέρδισε τη μεγάλη του φήμη για τη δουλειά του στα πλαίσια της τηλεοπτικής εκπομπής «Saturday Night Live», στην οποία ξεκίνησε να συμμετέχει σαν μέλος του αρχικού καστ το 1975. Την περίοδο που η εκπομπή ήταν στον αέρα, γύρισε και μια από τις γνωστότερες ταινίες του, το «Ένα Τρελό Τρελό Θηριοτροφείο» (1978). Όπως τονίζουν πολλές βιογραφίες του, στα τριακοστά του γενέθλια (το 1979), ταινία του βρισκόταν στο Νο1 στις ΗΠΑ («Ένα Τρελό Τρελό Θηριοτροφείο»), μουσικό του άλμπουμ βρισκόταν επίσης στο Νο1 («The Blues Brothers: Briefcase Full of Blues»), ενώ το «Saturday Night Live» ήταν το βραδινό τηλεοπτικό πρόγραμμα με τις καλύτερες κριτικές. Ενώ γύριζε το «Θηριοτροφείο» ο Μπελούσι εμφανίστηκε στο Κολλέγιο Ίθακα το 1976. Όταν τον παρουσίασαν ανέβηκε στη σκηνή με ένα αλυσοπρίονο και έκοψε το βάθρο στα δύο. Όταν ρωτήθηκε ποιος ήταν ο αγαπημένος του παρουσιαστής του «Saturday Night Live» μέχρι τότε, εκείνος ονόμασε τον Ρόμπερτ Κλάιν.
Σε μια συνέντευξη σχετικά με τον Μπελούσι, ο Νταν Ακρόιντ διηγήθηκε ιστορίες όπου ο Μπελούσι, έχοντας τελειώσει πρόβες για το «Saturday Night Live», απλά πήγαινε ακάλεστος σε κοντινά σπίτια γνωστών και αγνώστων, ψάχνοντας παντού για φαγητό ή πέφτοντας για ύπνο, καθιστώντας αδύνατο τον εντοπισμό του την επομένη από τους συνεργάτες του. Αυτή ήταν η έμπνευση για ένα σκετς με τίτλο «The Thing That Wouldn't Leave», στο οποίο ο Μπελούσι βασανίζει ένα ζευγάρι (που υποδύθηκαν οι Τζέην Κέρτεν και Μπιλ Μάρρεϋ) στο σπίτι τους, ψάχνοντας σνακ, εφημερίδες και περιοδικά για να διαβάσει, και παίρνοντας τον έλεγχο του τηλεκοντρόλ. Ο Άκροιντ τον αποκάλεσε «μουσαφίρη της Αμερικής».
Την περίοδο που η τηλεοπτική εκπομπή ήταν στον αέρα, ο Μπελούσι έπαιξε σε μια ταινία μικρού μήκους του σεναριογράφου της, Τομ Σίλερ, με τίτλο «Don't Look Back In Anger», όπου υποδύεται τον εαυτό του σε μεγάλη ηλικία να επισκέπτεται τους τάφους των παλαιών συνεργατών του (ανάμεσά τους και ο Τσέβυ Τσέης που είχε αποχωρήσει από το σόου) και να αποκαλύπτει πως ο λόγος που είναι ακόμη ζωντανός ήταν γιατί είναι χορευτής. Κι έπειτα αρχίζει να χορεύει στους τάφους των πρώην συντρόφων του. Ειρωνικά, ο Μπελούσι ήταν ο πρώτος από τα μέλη του «Saturday Night Live» που απεβίωσε.
Ο Μπελούσι αποχώρησε από την εκπομπή το 1979 για να ακολουθήσει καριέρα στον κινηματογράφο. Γύρισε τέσσερις ακόμη ταινίες, τις τρεις από τις οποίες, «1941», «Neighbors» και «The Blues Brothers: Οι Ατσίδες με τα Μπλε» με τον συνεργάτη του στην τηλεόραση, Νταν Ακρόιντ.
Την εποχή που πέθανε, ο Μπελούσι προετοίμαζε διάφορες ταινίες, ανάμεσα στις οποίες το «Noble Rot», μια διασκευή σεναρίου του σεναριογράφου και παραγωγού της εκπομπής «The Mary Tyler Moore Show», Τζέι Σάντριτς, με τίτλο «Sweet Deception». Ο Μπελούσι ξανάγραφε το σενάριο με τον πρώην συνάδελφό του στο «Saturday Night Live», Ντον Νοβέλλο.
Ο Μπελούσι επίσης σκεφτόταν να αναλάβει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην ταινία «The Joy Of Sex», καθώς και ένα κομμάτι σε μια ταινία του Λουί Μαλ, με τίτλο «Moon Over Miami». Μετά το θάνατό του αυτά τα έργα εγκαταλείφθηκαν.
Ο Νταν Ακρόιντ έγραψε τους ρόλους του Δρος Πήτερ Βένκμαν στο «Ghostbusters» και του Έμετ Φιτζ-Χιουμ στους «Κατασκόπους που Γύρισαν από τη Ζέστη» έχοντας τον Μπελούσι στο μυαλό του. Τελικά τους υποδύθηκαν οι πρώην συνεργάτες του ηθοποιού Μπιλ Μάρρεϋ και Τσέβυ Τσέης αντίστοιχα. Ο Ακρόιντ συνήθιζε να λέει αστειευόμενος πως το πράσινο φαντασματάκι στο «Ghostbusters», ο Σλάιμερ, ήταν «το φάντασμα του Τζον Μπελούσι», με δεδομένη την ξέφρενη προσωπικότητά που διέθετε.
Βγαίνοντας στους κινηματογράφους το Σεπτέμβριο του 1981, η ρομαντική κωμωδία «Από το Σικάγο με Αγάπη» παρουσίαζε τον Μπελούσι στο ρόλο ενός τοπικού ήρωα του Σικάγο, του συγγραφέα Έρνι Σούχακ, στον οποίο ανατίθεται να κάνει μια έρευνα για έναν επιστήμονα που μελετούσε αρπακτικά πουλιά στα Βραχώδη Όρη. Ο χαρακτήρας του Μπελούσι βασίστηκε ελαφρώς στον πια αποθανόντα δημοσιογράφο του Σικάγο Μάικ Ρόικο, του οποίου τα άρθρα σχετικά με τη διαφθορά στη λεγόμενη «Πόλη των Ανέμων», πρώτα για τη «Chicago Daily News», έπειτα για τη «Chicago Sun-Times» και μετά μέχρι το τέλος της ζωής του για τη «Chicago Tribune», ήταν θρυλικά.
Σε μια συνέντευξη, ο ντράμερ του πανκ συγκροτήματος Fear, ο Σπιτ Στιξ, ανέφερε πως ο Μπελούσι δεν γύρισε στο «Saturday Night Live» για χρόνια, αλλά «για το σόου το δικό μας (με τον Ντόναλντ Πλέζανς οικοδεσπότη), έκανε μια εμφάνιση. Κατά την έναρξη είναι στην τουαλέτα και στρέφεται στην κάμερα, «Ζωντανά! Από τη Νέα Υόρκη!». Αυτή ήταν μια χάρη που μας έκανε επειδή κατά τη διάρκεια της πρόβας κάποιοι χορευτές μας σκόνταψαν σε ένα καλώδιο ή κάτι τέτοιο, και τα μέλη του σωματείου δεν ήθελαν χορευτές. Έτσι σαν ανταλλαγή, πήγε πάνω στο γραφείο του Γκραντ Τίνκερ για μας και είπε: «Θα εμφανιστώ στο σόου αν μείνουν οι χορευτές». Ο Τζον ήταν τόσο γενναιόδωρος τύπος».
The Blues Brothers
Τα Cherokee Studios ήταν στέκι για τους Blues Brothers κατά τις πρώτες μέρες τους ως συγκρότημα. Ο Τζον Μπελόύσι και ο Νταν Ακρόιντ έγιναν σταθερή αξία του στούντιο, ενώ τα υπόλοιπα μέλη και ο κιθαρίστας Στηβ Κρόπερ, το αποκαλούσαν σπίτι τους. Όταν χρειάζονταν μπασίστα ερχόταν κοντά τους ένα άλλο μέλος, ο Ντόναλντ «Ντακ» Νταν. Κατά την περίοδο αυτή, ο Κρόπερ από κοινού με το συνεργάτη του στην παραγωγή και ιδιοκτήτη του στούντιο Μπρους Ρομπ, δούλεψαν σε μια σειρά από πρότζεκτ με τους δύο κωμικούς / μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων της αγαπημένης μπάντας του Μπελούσι, Fear, και της ταινίας του Ακρόιντ «Οι Δυο Ατσίδες» ("Dragnet").
Ήταν ο Μπελούσι που ανακάλυψε το μουσικό συγκρότημα Fear και τους έφερε στα Cherokee Studios για να ηχογραφήσουν τη μουσική επένδυση της ταινίας όπου θα συμπρωταγωνιστούσε με τον Νταν Ακρόιντ, με τίτλο «Neighbors». Οι Στηβ Κρόπερ και Μπρους Ρομπ θυμούνται τις αξιοσημείωτες ηχογραφήσεις, αλλά κανείς δεν ξέρει τι απέγινε το τελικό soundtrack το οποίο αντικαταστάθηκε στην ταινία από ένα συμβατικό score.
Από ότι φαίνεται η πραγματική διασκέδαση λάμβανε χώρα ανάμεσα στις λήψεις, θέμα για το οποίο κανείς δεν είναι πρόθυμος να σχολιάσει. «Τι μπορώ να πω; Ο Τζον ήταν εξαιρετικό ταλέντο, και υποθέτω μπορεί κανείς να πει πως ζούσε τη ζωή έξω από τα όρια. Πιστεύω πως αυτό που συνέβη στον Τζον έκανε πολύ κόσμο να συνέλθει, ανάμεσά τους κι εγώ», είπε ο μουσικός παραγωγός Μπρους Ρομπ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Blues Brothers επανενώθηκαν και συνέχισαν να παίζουν. Καμιά φορά συμμετέχει ο Νταν Ακρόιντ στα φωνητικά, άλλες φορές διάφοροι τραγουδιστές με παρόμοια φωνή. Τα μέλη έχουν στην κατοχή τους πολλές λήψεις από τα διάσημα Cherokee Studios με τον Μπρους Ρομπ και τον Στηβ Κόπερ. Ο αδερφός του Τζον, Τζέημς Μπελούσι έκανε περιοδεία με το συγκρότημα για μια σύντομη χρονική περίοδο, και μάλιστα ηχογράφησε το άλμπουμ «Blues Brothers & Friends: LIVE! From Chicago's H.O.B» με τον Νταν Ακρόιντ, ωστόσο δεν εμφανίστηκε στην ταινία «Blues Brothers 2000» (1998). Κυκλοφόρησαν φήμες πως του έγινε πρόταση όχι σχετικά με το ρόλο του Μάιτι Μακ (τον οποίο και υποδύθηκε ο Τζον Γκούντμαν, αλλά με αυτόν του Σερίφη Τσάμπερλαιν (τον οποίο υποδύθηκε ο Τζο Μόρτον). Ο Τζέημς αργότερα ξαναέσμιξε με τον Ακρόιντ για την ηχογράφηση ενός ακόμη άλμπουμ, όχι πλέον ως Blues Brothers αλλά με τα πραγματικά τους ονόματα: «BELUSHI/AYKROYD -"Have Love Will Travel (Big Men-Big Music)"»
Θάνατος
Στις 5 Μαρτίου 1982, ο Μπελούσι, σε ηλικία 33 ετών, βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Bungalow #3 του Chateau Marmont στη Sunset Boulevard στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια. Αιτία θανάτου ήταν ένα speedball, δηλαδή μια ένεση μείγματος κοκαΐνης με ηρωίνη. Τη νύχτα του θανάτου του δέχτηκε χωριστές επισκέψεις από τους φίλους του, Ρόμπιν Γουίλιαμς (την περίοδο που και ο ίδιος βυθιζόταν στις καταχρήσεις) και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, καθένας από τους οποίους φεύγοντας τον άφησε με άλλους, ανάμεσά στους οποίους η Κάθι Σμιθ. Τα αίτια θανάτου του ερεύνησε ο παθολόγος Δρ. Ράιαν Νόρρις ανάμεσα σε άλλους, και όσο ακόμη τα ευρήματα προκαλούσαν διχογνωμίες, ανακοινώθηκε επισήμως ότι πρόκειται για ατύχημα που σχετίζεται με ναρκωτικές ουσίες.
Η υπόθεση ξανάνοιξε δύο μήνες μετά, όταν η Σμιθ, πρώην γκρούπι του συγκροτήματος, ομολόγησε σε μια συνέντευξη στο National Enquirer ότι βρισκόταν με τον Μπελούσι τη νύχτα του θανάτου του και πως ήταν εκείνη που του έκανε τη μοιραία ένεση. Μετά τη δημοσίευση του άρθρου με τίτλο «Σκότωσα το Μπελούσι» στην έκδοση της 29ης Ιουνίου 1982, η υπόθεση ξανάνοιξε. Η Σμιθ απελαύθη από το Τορόντο, συνελήφθη και κατηγορήθηκε για φόνο πρώτου βαθμού. Κατόπιν συμφωνίας η ποινή μετετράπη σε ακούσια ανθρωποκτονία, για την οποία πέρασε 18 μήνες στη φυλακή.
Μια από τις τελευταίες τηλεοπτικές εμφανίσεις του διάσημου ηθοποιού αποδείχτηκε παράξενα προφητική. Σαν χάρη στο φίλο του Τίνο Ινσάνα, σεναριογράφο της κωμικής σειράς «Police Squad!», ο Μπελούσι κινηματογραφήθηκε με το κεφάλι προς τα κάτω σε μια πισίνα, νεκρός. Το υλικό ελήφθη σαν μέρος ενός αστείου στα διάφορα επεισόδια της σειράς, σύμφωνα με το οποίο οι guest-star των επεισοδίων δεν είχαν διάρκεια πέραν των τίτλων αρχής χωρίς να γνωρίσουν κάποιο φρικτό τέλος.
Εις Μνήμην
Η ζωή του Τζον Μπελούσι αποτελεί τον κορμό της βιογραφίας του το 1985 με τίτλο «Wired: The Short Life and Fast Times of John Belushi» του Μπομπ Γουντγοαρντ. Πολλοί φίλοι και συγγενείς του ηθοποιού, ανάμεσα στους οποίους και η σύζυγός του Τζούντι, συναίνεσαν στο να δώσουν συνέντευξη για χάρη του βιβλίου. Αργότερα όμως θεωρήθηκε πως το όλο εγχείρημα απλά εκμεταλλευόταν τη μνήμη του αποθανόντος και δεν ήταν αντιπροσωπευτικό του Μπελούσι που γνώρισαν. Το βιβλίο αργότερα μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Τσίκλις. Οι φίλοι και η οικογένεια του Μπελούσι μποϋκόταραν την ταινία, πράγμα που είχε μεγάλο αντίκτυπο και η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία.
Ο Μπελούσι κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Abel's Hill, στη Μασσαχουσέτη. Η ταφόπλακά του αναγράφει: «Μπορεί να έχω φύγει, αλλά το Rock and Roll εξακολουθεί να ζει». Στην πραγματικότητα πρόκειται για κενοτάφιο, καθώς το σώμα μεταφέρθηκε όταν οι υπεύθυνοι του χώρου ανακάλυψαν πολλά σημάδια βανδαλισμού στο μνήμα.
Το τραγούδι των Grateful Dead «West L.A. Fadeaway» έχει σαν θέμα το θάνατο του ηθοποιού. Ο Μπελούσι ήταν καλός φίλος με τα μέλη του συγκροτήματος, ιδίως με τον Τζέρρυ Γκαρσία. Μερικές φορές είχε ανέβει μαζί τους στη σκηνή κατά τη δεκαετία του ’70. Τον Μπελούσι έχουν υποδυθεί οι ηθοποιοί Έρικ Σίγκελ στην ταινία «Gilda Radner: It's Always Something», ο Τάιλερ Λαμπίν στην «Behind the Camera: The Unauthorized Story of Mork & Mindy» και ο Μάικλ Τσίκλις στο «Wired».
Η χήρα του αργότερα παντρεύτηκε ξανά και σήμερα ονομάζεται Τζούντιθ Μπελούσι Πιζάνο. Η βιογραφία της (που συνέγραψε με τον Τάννερ Κόλμπυ) για τον Τζον, «Belushi: A Biography», είναι μια συλλογή από συνεντεύξεις και φωτογραφίες και εκδόθηκε το 2005.
Ο Μπελούσι ήταν στενός φίλος του Νταν Ακρόιντ, τον οποίο και επιστράτευσε στο «Saturday Night Live». Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Τορόντο και ταίριαξαν αμέσως. Οι δύο τους επρόκειτο να παρουσιάσουν το πρώτο Βραβείο Όσκαρ Οπτικών Εφέ που δόθηκε ποτέ, το 1982, αλλά ο Τζον πέθανε λίγες βδομάδες πριν την απονομή. Παρόλο που ήταν καταρρακωμένος από το χαμό του φίλου του, ο Ακρόιντ παρουσίασε το βραβείο μόνος, σχολιάζοντας επί σκηνής: «Ο φίλος μου θα επιθυμούσε πολύ να βρίσκεται εδώ να παρουσιάσει αυτό το βραβείο, δεδομένου πως ήταν κάτι σαν οπτικό εφέ ο ίδιος».
Την Πρωταπριλιά του 2004, 22 χρόνια μετά το θάνατό του, ο Μπελούσι τιμήθηκε με το δικό του άστρο στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλιγουντ, μετά από μια προσπάθεια δέκα ετών από τον Τζέημς Μπελούσι και τη σύζυγό του Τζον, Τζούντιθ. Ανάμεσα σε αυτούς που ήταν παρόντες στην τελετή ήταν οι φίλοι του Νταν Ακρόιντ, Τσέβυ Τσέης, Τεντ Ντάνσον, Μαίρη Στηνμπέργκεν και Τομ Άρνολντ.