Η Πάτμος είναι ελληνικό νησί του Αιγαίου Πελάγους υπαγόμενο, κατά τους αρχαίους Έλληνες, στις Νότιες Σποράδες, κατά δε τη σύγχρονη πολιτική διαίρεση της χώρας στη Δωδεκάνησο.
Βρίσκεται δε, μεταξύ του 37° 20’ Β γεωγραφικού πλάτους και 26° 35' Α γεωγραφικού μήκους, νότια της Σάμου, ΝΑ. της Ικαρίας και ΒΔ. της Λέρου, απέχουσα περί τα 25 μίλια από τη Τουρκία, (Μικρά Ασία), (Ακρωτήριο Γέροντα ή Ποσείδιο).
Η Πάτμος είναι σχετικά μικρό νησί, μέγιστου μήκους 10 μιλίων και μέγιστου πλάτους 6 μιλίων και με συνολικό μήκος ακτών τα 18 μίλια. Η έκτασή της φθάνει περίπου τα 34,142 τ.χλμ., με έδαφος βραχώδες και άγονο. Προσομοιάζει κατά διαμόρφωση και ακτογραφία με την Ιθάκη, με τη μόνη διαφορά ότι είναι τριπλάσιας έκτασης.
Η Πάτμος αποτελείται κυρίως από τρία τμήματα συνδεόμενα μεταξύ τους από δύο ισθμούς περί το μέσο του νησιού, όπου εκεί κατά την αρχαιότητα (σώζονται ερείπια) ήταν και η πρωτεύουσα, και παρά το νότιο άκρο.
Το έδαφός της είναι βραχώδες, ηφαιστειογενές και απότομο με ψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία (270 μ.) που βρίσκεται στο κέντρο της νήσου, νότια της Χώρας (της ομώνυμης) Πάτμου. Υφίστανται ακόμα δύο υψώματα ένα στο βόρειο τμήμα τις "Σκλάβες", και ένα στο νότιο το "Πράσο".
Γενικά η ακτογραμμή της είναι πολυσχιδής με πλήθος ακρωτηρίων, όπως ο Τράγος, ο Γερανός και το Μπάλωμα, προς Α., το Φυρρό, η Τσατσάρλα και το Τσουλούφι (ή Εύδηλος) προς Β. και η Ελιά, το Κορτέσι και η Γενούπα προς Ν. Επίσης παρουσιάζει πλήθος όρμων και ορμίσκων, όπως η Σκάλα το επίνειο της νήσου Α. όρμος Κάμπου, Πόρτο Γκρίκο, και Δ. όρμος Λευκής, Πόρτο Μέριχα, Όλακας, Συκαμιάς και Πόρτο Σταυρός ΝΔ. Σημαντικότερες νησίδες που την περιβάλουν την Πάτμο είναι τα: Πρασονήσι, Τραγονήσι, Χιλιομόδι, Αγία Θέκλα, Αϊ Γιώργης, Σκλάβος και Σκλαβοπούλα, νησιά Μπαλάμου κλπ. Στην Πάτμο υπάγονται και τα ανατολικότερα αυτής νησιά Αρκοί, Λειψοί και Αγαθονήσι.
Η ηφαιστειογενής περιοχή «Ζουλούφι» βρίσκεται στη ΒΔ πλευρά της Πάτμου. Η ηφαιστειακή τέφρα εναλλάσσεται με την λάβα η οποία κύλησε και πάγωσε από τη θάλασσα, συνθέτοντας ένα άκρως εντυπωσιακό τοπίο. Η πρόσβαση γίνεται είτε από τη θάλασσα είτε από στεριά περπατώντας γύρω στη 1 ώρα και 30 λεπτά από τον κοντινότερο οικισμό στη θέση Αγ. Νικόλαος του Κάμπου.
Η Πάτμος μαζί με τα νησιά Αστυπάλαια και Λέρος υπάγονται στην επαρχία της Καλύμνου, ο δε κυριότερος συνοικισμός αυτής, η Χώρα (Πάτμος) αποτελεί ίδιο Δήμο, κτισμένη επί υψώματος, όπου υπερέχει η Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (του Ευαγγελιστή) σε μορφή μεγάλου κάστρου.
Άλλοι μικρότεροι συνοικισμοί του νησιού είναι η Σκάλα (επίνειο), ο Κάμπος (βόρεια) και το Διακόφτι και ο Σταυρός (νότια).
Η Πάτμος (κοινώς Πάτινος), που σπάνια αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς, Θουκυδίδης (3, 33), Στράβων (10, 448), απαντάται επιγραφικά και ως «Πάτνος». Το όνομά της κάποιοι ετυμολογούν (και ο Κρίππεν) εκ του πάτνη = Φάτνη, ενώ άλλοι από το όρος Λάτμος της Μικράς Ασίας, όπου κατά τους αρχαίους χρόνους λατρευόταν ιδιαίτερα η Άρτεμις και ο κυνηγέτης ήρωας Ενδυμίωνας, απ΄ όπου και το πιθανότερο προήλθαν οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού μεταφέροντας και τη λατρεία της Άρτεμης.
Μεταγενέστερα η Πάτμος αναφέρεται στα έργα «Σταδιασμοί Μεγάλης Θαλάσσης» (280-284) και «Οικουμένης περιήγηση» του Ευσταθίου (530), καθώς και από τον Λατίνο συγγραφέα Πλίνιο (Φυσική Ιστορία 4, 12, 23). Εκτός του ότι οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτμου και Λέρου είχαν κοινή προστάτιδα θεά την Άρτεμη ήταν εντελώς άσημοι μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους που το νησί ήταν τόπος εξορίας πολιτικών καταδίκων και αυτόν τον χαρακτήρα διατήρησε και στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, όπου και εξορίστηκε ο μαθητής του Ιησού, Ιωάννης και που συνέγραψε στην Πάτμο την Αποκάλυψη και το φερώνυμο αυτού «Ευαγγέλιο», τα ιερά βιβλία των Χριστιανών στην Καινή Διαθήκη.
Περί τον Δέκατο αιώνα η Πάτμος φαίνεται να έχει υποστεί πολλά δεινά από τους πειρατές, όπως όλα τα νησιά του Αιγαίου και μνημονεύεται ως άσημος και σχεδόν έρημος νήσος. Ο 11ος αιώνας βρίσκει την Πάτμο να λαμβάνει νέα ζωή. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) στο νησί κατέφυγαν πολλοί πρόσφυγες από την «Πόλη» και συν-αναπτύχθηκε ολόκληρος οικισμός που αργότερα προστέθηκαν και άλλοι πρόσφυγες προερχόμενοι από Κρήτη. Αυτός και ο οικισμός της Χώρας Πάτμου.
Οι κάτοικοι της Πάτμου, λόγω του άγονου του νησιού και μη έχοντας άλλο πόρο ζωής, αναγκάσθηκαν να επιδοθούν στη ναυτιλία και το εμπόριο διαθέτοντας στην αρχή μικρά πλοία. Για επαγγελματικούς και μόνο λόγους φρόντιζαν πάντα να διατηρούν «αγαθές σχέσεις» τόσο με τους Οθωμανούς όσο και με τους Λατίνους, εξαγοράζοντας την ησυχία, ασφάλεια και ελευθερία τους με φόρους και δώρα που κατέβαλαν συχνά στους Τούρκους και τους Ενετούς.
Το 17ο αιώνα η Πάτμος με τη συνύπαρξη της Μονής είχε καταστεί ναυτικό και εμπορικό κέντρο. Κατά την περίοδο του υπέρ 20ετούς Ενετοτουρκικού πολέμου του λεγόμενου Κρητικού (1645 – 1669), η Πάτμος λειτουργούσε ως ναύσταθμος των Ενετών, όπου με τη λήξη του πολέμου αυτού η μεν Κρήτη περιήλθε στους Ενετούς, ενώ η Πάτμος καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Παρά ταύτα οι κάτοικοι συνέχισαν να αποκτούν περισσότερα πλοία, η δε Μονή δια της Πατμιάδος Σχολής περισσότερη αίγλη. Η Πάτμος, κατά τις ειδήσεις των ταξιδιωτών εκείνης της εποχής, φέρεται να μην είχε ποτέ ξένους μόνιμους κατοίκους εκτός από ΄Ελληνες και μόνο, όπως και στη συνέχεια μέχρι σήμερα.
Το 1770 κατά την επανάσταση του Ορλόφ η Πάτμος καταλήφθηκε από το Ρωσικό στόλο και σε γενόμενη τότε απογραφή βρέθηκε να αριθμεί 510 οικίες και 2.086 κατοίκους. Με τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) οι Πάτμιοι επωφελούμενοι της παρουσίας των Ρώσων προξένων στο Αιγαίο και χρησιμοποιώντας τη ρωσική σημαία κατασκεύασαν μεγάλα πλοία και επιδόθηκαν στο θαλάσσιο εμπόριο. Η Πάτμος, που ήταν επίσης γενέτειρα του ενός των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας του Εμμανουήλ Ξάνθου, με την έκρηξη της «Επανάστασης» στην Πελοπόννησο κατέστη ναυτικό επαναστατικό κέντρο και πολλοί κάτοικοί της έλαβαν μέρος στον αγώνα της Εθνεγερσίας.
Μετά τη συνθήκη Κωνσταντινουπόλεως (9 Ιουλίου 1832) η Πάτμος περιήλθε και πάλι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1912, οπότε καταλήφθηκε από τους Ιταλούς στους οποίους και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Φασισμού, περί το θέρος του 1943, οπότε τους αντικατέστησαν γερμανικοί σχηματισμοί που με τη κατάρρευση του Ναζισμού παραδόθηκαν στους Συμμάχους. Τέλος, με τη συνθήκη 10 Φεβρουαρίου του 1947 ενσωματώθηκε στην Ελλάδα μαζί με τα υπόλοιπα πρώην ιταλοκρατούμενα νησιά που απετέλεσαν τη Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου.
Η Πάτμος κατά τη θρησκευτική ιστορία γίνεται γνωστή από τον 1ο αιώνα από την παρουσία εκεί ως εξόριστου για δύο χρόνια του Ιωάννου του Θεολόγου, μαθητή του Ιησού, ο οποίος βρισκόμενος στη σπηλιά της Αγίας Άννας συνέγραψε το «Ευαγγέλιο» (πιθανώς) και την «Αποκάλυψη», όπως ο ίδιος μαρτυρεί: «Εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού. Εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν ως σάλπιγγος λεγούσης: ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέψον ταις επτά Εκκλησίαις» (Αποκάλυψη α , 9). Στη Σκάλα (επίνειο) σώζονται τα δύο εκκλησάκια αφιερωμένα το μεν ένα στον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και το άλλο στους μαθητές του Πολύκαρπο και Πρόχορο.
Μετά το θάνατο του Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο, περί το έτος 100, η Πάτμος πέφτει στην αφάνεια για οκτώ αιώνες, όταν το 904 μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους κουρσάρους του Λέοντα του Τριπολίτη, οι αιχμάλωτοι Θεσσαλονικείς προσορμίσθηκαν στο νησί. Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Καμενιάτης, που έγραψε το χρονικό της τραγωδίας εκείνης, σημειώνει τα ακόλουθα:«Ούτω φερόμενοι κατηντήσαμεν είς τινα νήσον, Πάτμον καλουμένην, ένθα δή και προσεμείναμεν εξ ημέρας, παντός χαλεπού πείραν εν αυτή καθυπομένοντες, ανύδρου γαρ όντος του τόπου εληΐζετο τους αιχμαλώτους η δίψα».
Το έρημο αυτό νησί άρχισε να εποικίζεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όταν ο μοναχός Όσιος Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α' τον Κομνηνό (1081 – 1118) την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου επί υψώματος ψηλότερα από του σπηλαίου της Αποκαλύψεως ακριβώς επί του αρχαίου βωμού της Θεάς Άρτεμης.
Η εν λόγω περίτειχη Μονή κτίσθηκε σε μορφή μεσαιωνικού κάστρου με επάλξεις και τείχη επιστήριξης με καθολικό στο κέντρο αυτής, μικρό μεν, αλλά περίλαμπρο στην τέχνη, καθώς και με άλλα πέριξ κτίσματα και κελιά, καθώς και δεξαμενές. Πέριξ της Μονής άρχισαν να εγκαθίστανται πλην μοναχών και κοσμικοί με τις οικογένειές τους ανεγείροντας οικίες και έχοντας ως άσυλο την εν ήδη κάστρου οχυρωμένη Μονή σε περίπτωση κινδύνου πειρατικής επιδρομής. Έτσι η Μονή συνδέθηκε με την ιστορία και την ανάπτυξη του νησιού.
Επίσης, με χρυσόβουλο του ίδιου του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' το 1088 ιδρύεται στη Μονή η Πατμιάδα Σχολή, η οποία, σύμφωνα με το ιδρυτικό χρυσόβουλο, φέρει την ονομασία «Φροντιστήριο μαθητών». Η έναρξη λειτουργίας της, όμως, καταγράφεται το έτος 1534, που οργανώθηκε από το Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Γρηγόριο και συστηματικότερα από το 17ο αιώνα, όταν εξασφαλίσθηκε η οικονομική συντήρηση από τον επιφανή Έλληνα Μανωλάκη Καστοριανό, κάτοικο Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια από το 1713 που ανέλαβε τη διδασκαλία σ΄ αυτήν ως γυμνασιάρχης ο Πάτμιος στην καταγωγή Μακάριος Καλογεράς.
Το 1769 με Πατριαρχικό σιγίλιο η Σχολή μεταρρυθμίζεται σε «Κοινή Σχολή του Γένους», οπότε και ανέλαβε τη γυμνασιαρχία αυτής ο Πάτμιος Δανιήλ Κεραμεύς. Τη Σχολή της Πάτμου, από την οποία προήλθαν πλείστοι διδάσκαλοι του Γένους, λόγιοι και διάσημοι Αρχιερείς και Πατριάρχες, συντηρούσε στα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι του 1912 ο εν Αθήναις ιδρυθείς σύλλογος των Μικρασιατών «Ανατολή», ενώ ήδη στη Σχολή λειτουργεί Ιερατική Σχολή με καθηγητές του Ελληνικού κράτους και λογίους μοναχούς παρέχουσα τη μόρφωση πλήρους Γυμνασίου και Εκκλησιαστικού Λυκείου αναγνωρισμένη ως κρατικό ίδρυμα.
Η νήσος Πάτμος με τις πέριξ αυτής νήσους αποτελεί Πατριαρχική Εξαρχία.
Η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου περιλαμβάνει τα νησιά Πάτμο, η οποία δια Σεπτής Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως και του Νόμου 1155/81 του Ελληνικού Κράτους κηρύχθηκε «Ιερά Νήσος», οι Λειψοί, το Αγαθονήσι και οι Αρκοί και τελεί υπό την άμεση εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης φέρει στην Εξαρχία της Πάτμου τον τίτλο:
«Κυρίαρχος της Ιεράς Μονής και Εξαρχίας Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κκ Βαρθολομαίος».
Στην Εξαρχία της Πάτμου υπάγονται επίσης 8 ενοριακοί Ναοί, το Μοναστηριακό προσκύνημα «Παναγία η Διασώζουσα» καθώς και 3 γυναικείες Μονές (Ζωοδόχου Πηγής, Μητρός Ηγαπημένου και Άγια Αγίων), 3 Ησυχαστήρια και 6 Ιερά Καθίσματα.
Ο Δήμος Πάτμου περιλαμβάνει το νησί της Πάτμου, το νησί Αρκοί καθώς και τις γύρω πολυάριθμες νησίδες. Λεπτομερείς ναυτιλιακές πληροφορίες για τη νήσο Πάτμο παρέχει ο Ελληνικός Πλοηγός 4ος τόμος, επίσης ο χάρτης ελληνικής έκδοσης: ΧΕΕ-422, που καλύπτει όλη τη θαλάσσια περιοχή από Νάξο μέχρι τις έναντι ακτές της Τουρκίας και ειδικότερα ο ΧΕΕ-340/1 που είναι και ο λιμενοδείκτης της νήσου.
• Το έτος 1988 εορτάσθηκαν και συγκεκριμένα επί τριήμερο (25, 26 και 27 Σεπτεμβρίου) πανορθόδοξα και διαχριστιανικά τα «900 έτη» από της ιδρύσεως της Ι. Μονής προεξάρχοντος του μακαριστού Κυρίαρχου της Ιεράς Μονής και Εξαρχίας, Οικουμενικού τότε Πατριάρχου Δημητρίου με τη συμμετοχή της Ελληνικής Πολιτείας (Παρουσία Προέδρου Δημοκρατίας και Προέδρου της Κυβερνήσεως).
• «Ιερά Αποκάλυψις»: Έτσι ονομάζεται το Σπήλαιο εντός του οποίου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος οραματίσθηκε και έγραψε το προφητικό του βιβλίο την «Αποκάλυψη».