Κομπάρσοι

Σύμφωνα με τα λεξικά, κομπάρσος είναι, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, ο ηθοποιός (του κινηματογράφου, του θεάτρου ή της τηλεόρασης) που εμφανίζεται σε μικρό και συνήθως βωβό ρόλο. Ο κομπάρσος σπάνια λέει κάτι, κι αν πει θα είναι δυο-τρεις λέξεις και θα λογαριάζεται για τυχερός. Πολλές φορές οι κομπάρσοι είναι φίλοι του σκηνοθέτη, χωρίς θεατρικές σπουδές, αν και μπορεί επίσης να είναι άσημοι ηθοποιοί. Ο διασημότερος κομπάρσος στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου είναι ασφαλώς ο Χρούντι Μπάκσι, κατά κόσμον Πίτερ Σέλερς, ο οποίος κατάφερε να ανατινάξει το πανάκριβο ψεύτικο φρούριο στην κλασική κωμωδία “Το πάρτι” θέλοντας να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του. “Θα φροντίσω να μην ξαναπαίξεις ποτέ σε ταινία!” του λέει, στα όρια της αποπληξίας, ο παραγωγός. “Εννοείτε και την τηλεόραση;” ρωτάει αυτός πριν τον πάρουν στο κυνήγι. Και πράγματι ο παραγωγός έγραψε το όνομά του με σκοπό να τον βάλει στη μαύρη λίστα, αλλά κατά λάθος το πρόσθεσε στον κατάλογο των προσκεκλημένων σ’ ένα τρελό χολιγουντιανό πάρτι… και η συνέχεια επί της οθόνης.
Από την άλλη, η πιο διάσημη κομπάρσα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου είναι η Βίκυ, με εμφανίσεις σε αρκετές ταινίες, σε μερικές από τις οποίες λέει και κάτι περισσότερο από ένα “γεια σας”. Μάλιστα, σε μια από αυτές χορεύει κιόλας, και επειδή ο παραγωγός την αναφέρει στο ζενερίκ έμεινε και το όνομά της, όχι όμως και το επώνυμο. Aλλά ας προσπεράσουμε το βάρβαρο “η κομπάρσος”. Η λέξη κλίνεται κανονικότατα, ο κομπάρσος – η κομπάρσα.
Το αστείο είναι ότι στα ιταλικά, απ’ όπου πήραμε τη λέξη σύμφωνα με τα λεξικά, και όπου γεννήθηκε ο όρος, ο κομπάρσος λέγεται la comparsa, είτε πρόκειται για άντρα είτε για γυναίκα, ακολουθείται δηλαδή ο θηλυκός τύπος. Η λέξη είναι μετοχή παρακειμένου του ρήματος comparire (= εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι). Η ιταλική λέξη, που υπάρχει από τον 17ο αιώνα (δηλαδή από το θέατρο, πολύ πριν από τον κινηματογράφο) έχει περάσει και σε μερικές άλλες γλώσσες, αλλά δεν είναι η μοναδική διεθνής.
Στα γαλλικά, όπου υπάρχει και η λ. comparse, χρησιμοποιείται εξίσου για τους κομπάρσους η λέξη figurant, που κι αυτό είναι μετοχή (ενεστώτα), του ρήματος figurer, που σημαίνει περίπου εμφανίζομαι. Η γαλλική λέξη έχει περάσει και σε καναδυό ακόμα γλώσσες, ενώ τα γερμανικά χρησιμοποιούν τη λ. Statist, από το λατινικό stare, επειδή οι κομπάρσοι “στέκονται” (ακίνητοι, συχνά, και πάντως βουβοί). Κοινή περίπου η αφετηρία της οροδότησης, και στις τρεις παραπάνω γλώσσες ο κομπάρσος στέκεται, απλώς εμφανίζεται, δεν μιλάει. Στα αγγλικά πάλι, ο κομπάρσος λέγεται extra, που δείχνει καθαρά τον επικουρικό χαρακτήρα του. (Μια παρένθεση: στο θεατρικό λεξικό του Λάσκαρη βρίσκω ότι στα γαλλικά ο comparse είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στις μεγάλες παραγωγές και figurant στις άλλες, αλλά κι ο ίδιος λέει ότι η διάκριση αυτή δεν τηρείται πάντοτε).
Αυτόχθονη ελληνική λέξη για τον κομπάρσο δεν ξέρω αν έχει προταθεί από κανέναν οπαδό του γλωσσικού καθαρισμού, από εκείνους που πρότειναν να λέμε σκωληκίδια τα μακαρόνια και αμφίψωμο το σάντουιτς. Στον Λάσκαρη βρίσκω ότι τα βουβά πρόσωπα στο αρχαίο θέατρο είχαν τη συλλογική ονομασία “το δορυφόρημα”. Κομπάρσους έχει και το θέατρο, αλλά ο κινηματογράφος, φυσικά, τους χρησιμοποιεί σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Διάβασα στη Βικιπαίδεια ότι στην ταινία Γκάντι χρησιμοποιήθηκαν 100.000 αμειβόμενοι κομπάρσοι και 200.000 εθελοντές. Πάω στοίχημα ότι δεν γράφτηκαν τα ονόματά τους στο ζενερίκ!
Μοιραία, η λέξη “κομπάρσος” απέκτησε και μεταφορική σημασία: είναι κάποιος που διαδραματίζει ασήμαντο ρόλο σε μια υπόθεση, που δεν παίρνει αποφάσεις. Ίδια μεταφορική σημασία έχουν οι αντίστοιχες λέξεις σε πολλές γλώσσες.
Πότε μπήκε στα ελληνικά η λέξη κομπάρσος; Λέω, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αλλά αυτό το λέω χωρίς να έχω διαβάσει την ιστορία του θεάτρου μας. Ο Κουμανούδης δεν περιλαμβάνει τη λέξη στη Συναγωγή του, αλλά ίσως να την αγνόησε επειδή ήταν ξενόφερτη. Με το ψαχτήρι της Εθνικής Βιβλιοθήκης (που δεν είναι αλάνθαστο) βρίσκω αρκετές εμφανίσεις της λέξης στις αρχές του 20ού αιώνα, βρίσκω και μια του 1899, κυριολεκτική (μιλώντας για μια θεατρική υπερπαραγωγή στο Παρίσι -μάλιστα η λέξη δεν είναι σε εισαγωγικά, άρα είχε ήδη καθιερωθεί στη γλώσσα). Με την ευκαιρία, να πω ότι, παρόλο που τα λεξικά ομοφωνούν ότι τη λέξη την πήραμε από τα ιταλικά, δεν είμαι τόσο βέβαιος: τον 19ο αιώνα, και μάλιστα στο δεύτερο μισό του, δανειζόμασταν λέξεις κυρίως από τα γαλλικά. Βέβαια, μπορεί η λέξη να πέρασε πρώτα από τα ιταλικά στην Κέρκυρα και στα άλλα Επτάνησα, που από θεατρική και γενικά καλλιτεχνική άποψη ήταν τον 19ο αιώνα πολύ πιο μπροστά από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Όσο για τη μεταφορική σημασία της λέξης “κομπάρσος”, η πρώτη εμφάνισή της που βρίσκω στα σώματα κειμένων είναι από το 1902, σε πολιτικά συμφραζόμενα -λίγο πριν από κάποιες εκλογές, λέγεται για τον συνδυασμό ενός κόμματος, ότι συμπληρώθηκε με “κομπάρσους”.
Η ίδια έννοια, του προσώπου -σε έναν οργανισμό, φορέα κτλ.- που ελάχιστα επηρεάζει τις αποφάσεις δίνεται και με τη φράση “είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης” (κάποτε και “ο πέμπτος τροχός της αμάξης”), ενώ πιο λαϊκά λέμε “είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά” ή “η τελευταία τρύπα της φλογέρας”. Σε αντιδιαστολή με τους κομπάρσους έχουμε, προφανώς, τους πρωταγωνιστές, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μεταφορικά, στη δημοσιογραφική γλώσσα και προκειμένου για κομματικούς μηχανισμούς έχουμε επίσης βαρόνους ή πρωτοκλασάτους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ένας δευτεροκλασάτος είναι κομπάρσος, θα υπάρχουν και ενδιάμεσες βαθμίδες.
Είπαμε πιο πάνω ότι στα ιταλικά ο κομπάρσος είναι comparsa, αλλά στα ισπανικά comparsa είναι μια μεγάλη ομάδα χορευτές και χορεύτριες που προχωρούν χορεύοντας στα λατινοαμερικάνικα καρναβάλια, ενώ ακολουθεί ένα άρμα πάνω στο οποίο παίζουν οι μουσικοί. Το υποκοριστικό είναι comparsita, και κομπαρσίτα είναι ένα από τα πιο γνωστά ταγκό…

Tags: