Κάτι που χρωστάω για την Καλαμάτα

Το πρόβλημα των περισσότερων ελληνικών πόλεων είναι ότι επειδή δεν έχουν ιστορικά κέντρα, (και που να τα βρουν αφού πριν το 1870 ελάχιστες ήταν ρυμοτομικά οργανωμένες…), είναι πόλεις που έχουν μια δυο διαδρομές. Περπατώντας κάποιους συγκεκριμένους δρόμους μπορεί να ανακαλύψεις κάποιες συγκεκριμένες όμορφες γωνίες κι αυτό είναι όλο. Από εκεί κι έπειτα έγκειται στην όρεξη του καθενός η παρατήρηση της λεπτομέρειας: π.χ υπάρχει στο Κολωνάκι ένα μικροσκοπικό πλακόστρωτο νομίζω στενό που δεν περνούν αεροπλάνα και που διασχίζοντας το νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην Κέρκυρα όμως αυτό δεν είναι το Κολωνάκι, αλλά μια όαση. Τέτοιες οάσεις μικροσκοπικές και κρυμμένες βρίσκεις παντού, όμως αυτός ο κανόνας της εξερεύνησης δεν χρειάζεται για την απόλαυση της Καλαμάτας: σε αυτή την σπουδαία πόλη η απόλαυση είναι το όλο της. Προφανώς είναι όμορφα τα νεοκλασικά της, η πλατεία κοντά στο Δημαρχείο, οι διαφορετικές ζώνες της παραλίας, η Μαντίνεια που είναι κάτι σαν το Μπέβερι Χιλς των Καλαματιανών, η Βέργα , τα σκαρφαλωμένα χωριά της, τα μοναστήρια της και πολλά πολλά άλλα όμως αυτές οι αποσπασματικές εικόνες είναι απλές αποδείξεις μιας μεγαλύτερης γοητείας – η πόλη είναι συνολικά όμορφη κι αυτό είναι που μετρά. Και μόνο το γεγονός ότι μόλις καλοκαιριάσει μπορείς να κάνεις παντού σχεδόν μπάνιο μαρτυρά το πόσο τυχεροί είναι οι κάτοικοί της: αν οι πόλεις επιτρέπουν αυτές τις μικρές απολαύσεις στους ανθρώπους τότε και μόνο είναι καλώς καμωμένες. Οι πόλεις που ταλαιπωρούν τον κόσμο που ζει σε αυτές, ακόμα κι αν έχουν Αγιους Μάρκους και πάρκα ατελείωτα ποτέ δε μου άρεσαν. Κάθε φορά που αγναντεύω την Καλαμάτα από ψηλά, ή που απολαμβάνω στον Αθανασίου τη λιχουδιάρικη εφεύρεση που λέγεται «φρυγανιά» ή που τρώω σαρδέλες με σκόρδο στο Γιώργο στα Καβουράκια, ή που κάνουμε πλάκα μέχρι τα χαράματα σε κάποιο από τα κρεμασμένα στη θάλασσα μπαράκια της καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η μεγάλη ατυχία της Ελλάδας είναι ότι το 1821 όταν ιδρύθηκε το νέο ελληνικό Κράτος οι Οθωνες δεν την ήξεραν γιατί ήταν μικρή και ασχημάτιστη. Από αυτό ξεκινά το νεοελληνικό μας βάσανο καθώς χάθηκε η πιθανότητα να αποκτήσουμε μια πρωτεύουσα με αισθητική και ως εκ τούτου και μια χώρα με αισθητική: αν αυτό υπήρχε θα είχαμε και μια παραγωγική οικονομία αφού θα υπήρχε ένα είδος σπουδής στο ωραίο που τόσο μας λείπει. Η ασχήμια των νεοελληνικών πόλεων και ειδικά η αισθητική καταστροφή της Αθήνας με την μεταπολεμική της γιγάντωση (επιτρεπόμενη δυστυχώς από τη μορφολογία του εδάφους και του χάρτη της) έκανε κυρίαρχο δόγμα των οικονομικό παρασιτισμό και όλα όσα αυτός συνεπάγεται. Αν πρωτεύουσα της Ελλάδας είχε γίνει η κουκλάρα Καλαμάτα θα υπήρχε αυτόματα και έμφυτη καλλιέργεια κάποιου τύπου πατριωτισμού που θα βασίζονταν στη συνειδητοποίηση της ομορφιάς και όχι σε σοβινισμούς και κηρύγματα. Από το ΄50 και μετά, και κυρίως μετά τη δεκαετία της αντιπαροχής, χάρη στον μιμητισμό της αρχιτεκτονικής (Θεέ μου συγχωράμε…) της πρωτεύουσας, γεμίσαμε μικρές άσχημες Αθήνες: με δεκαπέντε Καλαμάτες η Ελλάδα θα ήταν άλλη χώρα! Στην ομορφιά της η πόλη χρωστά και το όνομα της. Το πήρε από την «Παναγία την καλοομάτα» μοναστήρι με υπέροχη θέα – η «Καλοομάτα» η «ωραία να τη βλέπεις», έγινε Καλαμάτα, δηλαδή ωραία να τη ζεις. Φυσικά υπάρχουν και οι άνθρωποι. Μια φίλη μου χε πει κάποτε ότι η Καλαμάτα είναι μια υπέροχη πόλη γεμάτη από άθλιους Καλαματιανούς: γέλασα αρχικά και στην συνέχεια της είπα ότι έχει άδικο. Οι Καλαματιανοί αγαπούν τις ιστορίες, έχουν μια θεατρικότητα γιατί ζουν σε μια «πόλη σκηνικό», έχουν ιδιότυπη αντζέντα που πρέπει να την ξέρεις για να τους παρακολουθήσεις, έχουν τοπικούς ήρωες που λήστεψαν τράπεζες ή κεράτωσαν το γείτονα, έχουν κάτι της το υπερβολικό, αλλά η πόλη γενικά σε σπρώχνει προς την υπερβολή και δε σε κοιμίζει: σύμφωνα με ένα αστικό θρύλο ο Γιώργος ο Μαζωνάκης πήγε κάποτε για δυο μέρες κι έμεινε τρεις μήνες! Όταν ακούω διάφορα επικριτικά για τους Καλαματιανούς αισθάνομαι ότι απλά τους ζηλεύουν…